περιχώρηση

περιχώρηση
η / περιχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [περιχωρώ]
θεολ.
1. η συνύπαρξη τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδος μέσα σ' αυτήν, το ότι η θεία φύση υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα
2. η συνύπαρξη στον Ιησού Χριστό τής θείας και τής ανθρώπινης φύσης ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως
αρχ.
κυκλοφορία, συναναστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”